- δοκιμασθῶσιν
- δοκιμάζωassayaor subj pass 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάν — ἐπάν (AM) (σύνδ.) 1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.) 2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν. [ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)] … Dictionary of Greek